παρασιτῶ — παρασιτέω board and lodge with pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρασιτέω board and lodge with pres ind act 1st sg (attic epic doric) παρασῑτῶ , παρασιτέω board and lodge with pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρασῑτῶ , παρασιτέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασίτῳ — παρασί̱τῳ , παράσιτος one who eats at the table of another masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισιτίζω — (AM ἐπισιτίζομαι) [σιτίζω] μέσ. ἐπισιτίζομαι εφοδιάζομαι με τα απαραίτητα τρόφιμα νεοελλ. εφοδιάζω κάποιον με τα αναγκαία τρόφιμα αρχ. μέσ. α) προμηθεύομαι κάποιο εφόδιο («ἐκ τῆς ἀγορᾶς ἄριστον ἐπισιτιζόμενοι», Θουκ.) β) παρασιτώ … Dictionary of Greek
παραβρύκω — Α ζω ως παράσιτο, παρασιτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βρύκω «κομματιάζω, δαγκώνω»] … Dictionary of Greek
παρασίτησις — ήσεως, ἡ, Α [παρασιτώ] 1. αποστολή και μεταφορά σιταριού με συνοδεία, η σιτοπομπεία* ή σιταγωγία* 2. προμήθεια, εφοδιασμός με σιτάρι 3. στρατ. ειδική υπηρεσία που είχε ως έργο τον ανεφοδιασμό και την συντήρηση τού στρατεύματος σε περίοδο ειρήνης… … Dictionary of Greek
παρασιτεύω — Α βλ. παρασιτώ … Dictionary of Greek
σελεμίζω — και σελεμιάζω Ν [σελέμης] 1. (αμτβ.) ζω εις βάρος τών άλλων, παρασιτώ 2. (μτβ.) προμηθεύομαι κάτι χωρίς να πληρώσω, είμαι τρακαδόρος … Dictionary of Greek
υποτάσσω — ὑποτάσσω, ΝΜΑ, και υποτάζω Ν, και αττ. τ. υποτάττω Α [τάσσω / τάζω] 1. θέτω κάποιον ή κάτι κάτω από την εξουσία ή την επίδραση, τη δική μου ή κάποιου άλλου, καθυποτάσσω, υποδουλώνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε το περσικό κράτος» β. «πάντα… … Dictionary of Greek